προκόψει

προκόψει
πρόκοψις
outbreak
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
προκόψεϊ , πρόκοψις
outbreak
fem dat sg (epic)
πρόκοψις
outbreak
fem dat sg (attic ionic)
προκόπτω
cut
aor subj act 3rd sg (epic)
προκόπτω
cut
fut ind mid 2nd sg
προκόπτω
cut
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • επαέξω — ἐπαέξω (Α) κάνω κάτι να αυξηθεί, να προκόψει («θεὸς δ ἐπὶ ἔργον ἀέξη», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αέξω (ιων. ποιητ. τ. τού ρ. αύξω, αυξάνω)] …   Dictionary of Greek

  • θέληση — η (AM θέλησις) [θέλω] η βούληση προς επιδίωξη και επίτευξη ορισμένου σκοπού (α. «αυτό το παιδί έχει θέληση, θα προκόψει» β. «τῇ θελήσει τοῦ Θεοῦ ἡμῶν ἦλθον», ΠΔ) νεοελλ. 1. δύναμη τού χαρακτήρα («άνθρωπος χωρίς θέληση») 2. διάθεση («με λίγη καλή… …   Dictionary of Greek

  • θέλω — (AM θέλω και ἐθέλω) 1. έχω την επιθυμία ή την ανάγκη ή την πρόθεση να κάνω κάτι ή να πω κάτι, επιθυμώ (α. «θέλω να φάω» β. «εἰ σύ γε σῷ θυμῷ ἐθέλεις», Ομ. Ιλ.) 2. επιθυμώ πολύ, επιζητώ (α. «θέλει να προκόψει» β. «πάντ ἐθέλω δόμεναι», Ομ. Ιλ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • πέτρα — I Oνομασία διαφόρων αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της αρχαίας μακεδόνικης Πιερίας, χτισμένη πάνω σε ψηλό και απότομο βράχο στα Στενά της Πέτρας, που σχηματίζουν τα Καμβούνια όρη και ο Όλυμπος. Είναι άγνωστο πότε χτίστηκε. Έχουν σωθεί ερείπια από σπίτια …   Dictionary of Greek

  • φιλότιμος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που έχει ζωηρή τη συναίσθηση της προσωπικής του τιμής και αξιοπρέπειας, εύθικτος, αξιοπρεπής: Δε δέχεται προσβολές, είναι φιλότιμος. 2. αυτός που καταβάλλει ευσυνείδητες προσπάθειες να αναταποκριθεί στα καθήκοντά του ή να… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”